Το «halloween» είναι η αισθητική του μηδενός

Απόψεις - Άρθρα - Σχόλια | Δημοσίευση: 29/10/2025

Άρθρο- π. Αυγουστίνος Βλάχος-

 

"Σκέφτομαι καμιά φορά πόσο εύκολα αλλάζει μια κοινωνία χωρίς καν να το καταλάβει. Όχι μέσα από νόμους ή κρίσεις αλλά μέσα από τις γιορτές της. Γιατί οι γιορτές δεν είναι απλώς διασκέδαση. Είναι παιδεία, είναι πολιτισμός, είναι τρόπος ζωής. Κι όταν αλλάζουν οι γιορτές, αλλάζει και ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο.
Τα τελευταία χρόνια, τέτοιες ημέρες, βλέπω να πληθαίνουν οι μάσκες, οι κολοκύθες, οι σκελετοί, οι νυχτερίδες. Βλέπω όλο και περισσότερα μικρά παιδιά να χαμογελούν κάτω από προσωπεία μάγισσας ή φαντάσματος, χωρίς να καταλαβαίνουν τι φορούν, τι παίζουν. Κι ακούω γονείς να λένε «μα δεν πειράζει, παιχνίδι είναι» ή «δεν μπορώ να του χαλάσω το χατίρι». Μα αν το παιχνίδι αυτό συνηθίζει την ψυχή στο σκοτάδι και στο φόβο, δεν είναι αθώο. Κι αν ζημιώνει την ψυχή του παιδιού, τότε γίνεται ευθύνη μας. Γιατί ό,τι τραυματίζει την παιδική ψυχή δεν είναι παιχνίδι. Είναι κουλτούρα σκοτεινή, ασυνείδητη. Κι αν χαθεί η ευαισθησία της ψυχής στην ηλικία της αθωότητας, ύστερα δύσκολα ξανακερδίζεται.
Το λεγόμενο «Χάλοουϊν», που ήρθε τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας, δεν είναι μια ακόμη απλή δυτική συνήθεια. Είναι μεταμφίεση ενός παλαιού παγανιστικού τελετουργικού, του «Samhain» που τιμούσε.. «τα πνεύματα των νεκρών». Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής άναβαν φωτιές για να διώξουν το κακό, πίστευαν ότι οι ψυχές των νεκρών «περπατούν» ανάμεσά τους και προσπαθούσαν να.. «εξευμενίσουν τα πνεύματά τους». Αργότερα, η Δύση προσπάθησε να το καλύψει, τοποθετώντας την εορτή των Αγίων Πάντων στην ίδια ημερομηνία. Όμως το πνεύμα του παρέμεινε αμετάβλητο. Ένα πνεύμα σκοτεινό, που εξυμνεί τον φόβο και τη μαγεία αντί για τη χαρά, τη ζωή, το φως και την Ανάσταση.
Η Ορθοδοξία, όμως, η ελληνορθόδοξη παράδοση, δεν έχει καμία σχέση με τέτοιες «τελετές του φόβου». Γιατί εμείς δεν «εξευμενίζουμε τα πνεύματα». Κοινωνούμε με Το Άγιο Πνεύμα. Δεν αναζητούμε τους νεκρούς στα σκοτάδια. Προσευχόμαστε γι' αυτούς υπό το φως της Αναστάσεως. Δεν φοράμε μάσκες για να διώξουμε το κακό. Καλούμαστε να τις βγάλουμε όλες, μπροστά στον Χριστό, για να Τον αντικρίσουμε πρόσωπο με πρόσωπο.
Το «Χάλοουϊν», χωρίς να το καταλαβαίνουμε, επιχειρεί να συσκοτίσει την ορθόδοξη θεώρηση του θανάτου. Γιατί ενώ ο Χριστός μάς δίδαξε ότι ο θάνατος είναι πέρασμα προς τη Ζωή, η κουλτούρα του τον παρουσιάζει ως παιχνίδι, ως θέαμα, ως κάτι που προκαλεί γέλιο. Ο θάνατος, όμως, στην Ορθοδοξία δεν είναι παιχνίδι. Είναι μυστήριο, είναι πέρασμα, είναι αναμονή της κοινής Ανάστασης. «Ου θέλομεν υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων», γράφει ο Απόστολος Παύλος στην Α' προς Θεσσαλονικείς επιστολή του, «ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα», δηλαδή, ο Χριστιανός στέκεται απέναντι στον θάνατο με ελπίδα και θάρρος και σίγουρα όχι με ειρωνεία. Γιατί όταν ο άνθρωπος γελά με τον θάνατο, χωρίς την πίστη της Αναστάσεως, δεν γίνεται ελεύθερος, όπως νομίζει. Γίνεται απλώς πιο μόνος και τελικά απελπισμένος.
Όταν λοιπόν τα παιδιά διασκεδάζουν ντυμένα φαντάσματα, σκελετοί και μάγισσες, χωρίς να το καταλαβαίνουν, εκπαιδεύονται να χαίρονται μ' αυτό που ο Θεός ήρθε να νικήσει. Κι όταν μια κοινωνία αρχίζει να διασκεδάζει με το σκοτάδι, τότε παύει να διακρίνει το φως. 
Το «Χάλοουϊν» είναι η αισθητική του μηδενός. Η χαρά χωρίς ουσία, το γέλιο χωρίς νόημα. Είναι το χαμόγελο του κόσμου που φοβάται μεν τον θάνατο αλλά δεν τολμά να ελπίσει στην Ανάσταση.
Θεολογικά, το φαινόμενο αυτό είναι καρπός μιας βαθύτερης αποϊεροποίησης. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν θέλει πια να λατρεύει, θέλει να καταναλώνει. Δεν θέλει να προσκυνά, θέλει να εντυπωσιάζει. Δεν αντέχει τη σιωπή, γιατί μέσα στη σιωπή ακούγεται η φωνή Του Θεού. Προτιμά τον θόρυβο, γιατί τον απαλλάσσει από τη συνείδησή του. Το «Χάλοουϊν» είναι ακριβώς αυτό: μια γιορτή χωρίς Θεό, μια ψευδοθρησκεία της εικόνας και του τρόμου, μια τελετουργία της ασημαντότητας. Ένα πανηγύρι που υπόσχεται διασκέδαση, όμως προσφέρει κενό. Και το κενό αυτό, όταν επαναλαμβάνεται, γίνεται συνήθεια.
Από κοινωνικής πλευράς, είναι συγκλονιστικό το πόσο εύκολα παραδοθήκαμε. Σχολεία, νηπιαγωγεία, μαγαζιά, διαφημίσεις, όλοι συμμετέχουν χωρίς καν ν' αναρωτηθούν. Κανείς δεν ρωτά γιατί το γιορτάζουμε. Αρκεί που το κάνουν οι άλλοι. Αυτή η μιμητικότητα είναι καθρέφτης της πνευματικής μας εξουθένωσης. Είναι η απόδειξη ότι ξεχάσαμε τι σημαίνει γιορτή. Πρόσφατα, μάλιστα, μια εκπαιδευτικός σε βίντεο που δημοσίευσε στο διαδίκτυο πρότεινε να καταργηθούν οι εθνικές εορτές από τα σχολεία, γιατί, όπως είπε, «κουράζουν τα παιδιά». Η φράση της προκάλεσε αντιδράσεις αλλά αποκάλυψε και κάτι πολύ βαθύτερο: ότι δεν αλλάζουμε απλώς τις γιορτές μας. Καταργούμε τη μνήμη μας. Κι όταν μια κοινωνία θεωρεί περιττή την τιμή στους Αγίους και στους ήρωές της αλλά θεωρεί φυσικό να γιορτάζει μάσκες, σκελετούς κολοκύθες και σκοτάδια, τότε το πρόβλημα δεν είναι παιδαγωγικό, είναι πνευματικό. Δεν ξεχνά μόνο την ιστορία της, ξεχνά το νόημά της. 
Γιατί η γιορτή, στην ορθόδοξη παράδοση, είναι ευχαριστία. Είναι κοινωνία προσώπων, είναι αναφορά στον Θεό. Το «Χάλοουϊν», αντίθετα, είναι ανακύκλωση φόβου και εμπορίου. Δεν μας ανεβάζει. Μας καταναλώνει.
Η ελληνική γιορτή δεν γεννήθηκε μέσα από το μάρκετινγκ. Γεννήθηκε μέσα στην Εκκλησία. Η χαρά του Έλληνα είναι εκκλησιαστική. Έιναι πανήγυρη, είναι Θεία Λειτουργία, είναι κοινωνία με Θεό και ανθρώπους. Κάθε χωριό είχε τη γιορτή του Αγίου του, κάθε άνθρωπος το πανηγύρι της ενορίας του. Κι εκεί, μέσα στην απλότητα και στο φιλότιμο του λαού, γεννιέται η χαρά που δεν ξεγελά. Το «Χάλοουϊν», αντίθετα, είναι πανήγυρις χωρίς Θεό, χωρίς ευλογία, χαρά χωρίς πρόσωπο. Μας υπόσχεται διασκέδαση αλλά μας αφαιρεί τη χαρά. Μπορεί να μας ενώνει εξωτερικά, μας αποξενώνει όμως εσωτερικά.
Κι εδώ βρίσκεται το βαθύτερο κοινωνικό πρόβλημα. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν αντέχει πια το βάθος. Γι' αυτό χαμογελά σ' ό,τι είναι ρηχό, θορυβώδες, φαντασμαγορικό. Δεν αντέχει την ησυχία, δεν αντέχει τη σιωπή, δεν αντέχει ν’ αντικρίσει την ψυχή του. Κι έτσι, φορά μάσκες, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κρύβεται πίσω από προσωπεία, γιατί δεν αντέχει να σταθεί πρόσωπο.
Η Εκκλησία, όμως, μας θυμίζει πως το πρόσωπο είναι ιερό. Η εικόνα του ανθρώπου είναι εικόνα Θεού. «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν» διαβάζουμε στη Γένεση, δηλαδή, ο άνθρωπος έχει πλαστεί για να καθρεφτίζει το Φως, όχι να το διακωμωδεί. Κι όποιος αλλοιώνει αυτή την εικόνα, ακόμη και «για αστείο», κάνει ένα μικρό αλλά πραγματικό βήμα μακριά από την αλήθεια. Δεν πρόκειται για ηθικολογία. Πρόκειται για βαθύτατη ανθρωπολογία. Η Ορθοδοξία βλέπει τον άνθρωπο ως ύπαρξη προορισμένη για τη μέθεξη του ακτίστου Φωτός. Ό,τι τον εξοικειώνει με το σκοτάδι, τον απομακρύνει απ' τον σκοπό του. Κι αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος: Να μάθουμε να ζούμε χωρίς Φως και να το θεωρούμε φυσιολογικό.
Κι αν κάποιοι πουν ότι υπερβάλλουμε, ας σκεφτούν το εξής: 
Κάποτε, τέτοιες ημέρες, τα παιδιά μας μάθαιναν στο σχολείο τον Άγιο Δημήτριο. Τώρα μαθαίνουν τον Jack o' Lantern. Κάποτε ζωγράφιζαν τον Άγιο με φωτοστέφανο. Τώρα βάφουν το πρόσωπό τους με αίμα..
Αν αυτό δεν είναι πολιτισμική παρακμή, τότε τι είναι;
Αν πάλι κάποιοι μας θεωρούν φανατισμένους, τους λέμε πως δεν είναι φανατισμός ν' αγαπάς το φως. Φανατισμός είναι να το σβήνεις στο όνομα μιας υποτιθέμενης διασκέδασης. Η Εκκλησία δεν είναι εναντίον της χαράς. Είναι υπέρ της αληθινής χαράς. Και η αληθινή χαρά δεν προέρχεται απ' τον τρόμο αλλά από Τον Θεό που ελευθερώνει τον άνθρωπο από κάθε φόβο και θλίψη. Η χαρά της Εκκλησίας δεν χρειάζεται προσωπεία, γιατί είναι καρπός της Αλήθειας. Κι εκείνος που ζει την αλήθεια, δεν έχει πια τίποτα να φοβηθεί.
Ας μη συνηθίσουμε λοιπόν το σκοτάδι, έστω κι αν το βάφουν τώρα με φώτα νέον. Ας μη γελάμε με τα φαντάσματα, γιατί έτσι σκοτεινιάζει η ψυχή μας. Ας κρατήσουμε για τα παιδιά μας τη χαρά που έχει όνομα, τη χαρά που δεν χρειάζεται προσωπεία: τη χαρά Του Χριστού. Γιατί η Ορθοδοξία δεν είναι απλώς μια πίστη. Είναι Φως, είναι ήθος, είναι βίωμα, είναι στάση ζωής. Κι όσο το Φως κυριαρχεί στη ζωή μας, δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε. Αρκεί να μην το κρύβουμε κάτω από μια μάσκα."