"H ενοχή του Ιούδα" Άρθρο του Σεβ. Μητροπολίτη Σάμου

Απόψεις - Άρθρα - Σχόλια | Δημοσίευση: 04/04/2018

Η ΕΝΟΧΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑ

 

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Σάμου και Ικαρίας.

 

 

Πολύ συ­ζή­τηση γί­νε­ται γιά τό πρό­σωπο τοῦ Ἰ­ούδα καί μά­λι­στα γιά τό θέμα τῆς ἐ­νο­χῆς του. Κά­ποιοι ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅτι ὁ Ἰ­ού­δας ἦ­ταν προ­ο­ρι­σμέ­νος νά προ­δώ­σει τόν Ἰ­η­σοῦ καί γι’ αὐτό δέν φέ­ρει εὐ­θύνη. Ἄλ­λοι, μι­μού­με­νοι ἀρ­χαί­ους αἱ­ρε­τι­κούς, φθά­νουν στό ση­μεῖο νά λέ­γουν ὅτι πρέ­πει νά ἀ­πο­δώ­σουμε κι εὐ­γνω­μο­σύνη στόν Ἰ­ούδα δι­ότι μέ τήν προ­δο­σία του συ­νε­τέ­λεσε στήν πρα­γμα­το­ποί­ηση τοῦ σταυ­ρι­κοῦ θα­νά­του τοῦ Χρι­στοῦ καί τῆς λυ­τρώ­σεώς μας ἀπό τήν ἁ­μαρ­τία. Ὅλα αὐτά κι ἄλλα ἀ­κόμα πού ἀ­κού­γον­ται τόν τε­λευ­ταῖο καιρό, μᾶς δί­νουν τήν ἀ­φορμή νά ἀ­σχο­λη­θοῦμε κι ἐ­μεῖς σή­μερα μέ τό πρό­σωπο τοῦ Ἰ­ούδα καί νά δώ­σουμε ἀ­παν­τή­σεις σέ πέντε βα­σι­κές ἐ­ρω­τή­σεις.

 

Ἐ­ρώ­τηση πρώτη. Γι­ατί εὐ­θύ­νε­ται ὁ Ἰ­ού­δας γιά τήν προ­δο­σία ἀ­φοῦ ὅλα αὐτά τά γε­γο­νότα ἦ­ταν προ­φη­τευ­μένα;

Ἀ­κοῦν με­ρι­κοί νά λέ­γει ἡ Ἁ­γία Γραφή «Ἵνα πλη­ρωθῆ τό ρη­θέν ὑπό τοῦ Κυ­ρίου διά τοῦ Προ­φή­του λέ­γον­τος», ὁ­πότε νο­μί­ζουν ὅτι ἐ­πειδή κάτι ἔ­χει ἤδη προ­φη­τευ­θεῖ ἄρα εἶ­ναι προ­ο­ρι­σμένο καί νά γί­νει. Ὁ­ρί­στε λέ­γουν, ὁ Ἰ­ού­δας εἶ­ναι ἀ­θῶος γι­ατί μέ τίς ἐ­νέρ­γειές του ἐ­πα­λή­θευσε ὅσα ὁ Κύ­ριος εἶχε προ­ε­γρά­ψει διά τῶν Προ­φη­τῶν του. Ἐάν ἐμ­βα­θύ­νουμε ὅ­μως στήν ἑρ­μη­νεία τῶν Γρα­φῶν, τότε θά κα­τα­λά­βουμε ὅτι οἱ προ­φη­τεῖες, πού ὁ­μι­λοῦν γιά τόν Ἰ­ούδα δέν ἐ­γρά­φη­σαν γιά νά γί­νει προ­δό­της, κι ἔτσι νά τίς ἐ­πα­λη­θεύ­σει ἀλλά δι­ότι θά ἐ­γέ­νετο, καί γι’ αὐτό ἐ­γρά­φη­σαν. Ὁ Θεός προ­γνω­ρί­ζει τά πάντα καί οἱ προ­φη­τεῖες περί Ἰ­ούδα ἐ­γρά­φη­σαν δι­ότι αὐ­τός ὁ Ἰ­ού­δας τό ἐ­προ­κά­λεσε κι ὄχι γι­ατί ὁ Θεός ἤ­θελε νά γί­νει προ­δό­της. Ἑ­πο­μέ­νως ἡ πρό­γνω­σις τοῦ Θεοῦ δέν ἐμ­πο­δί­ζει τήν ἐ­λευ­θε­ρία τοῦ ἀν­θρώ­που οὔτε κα­ταρ­γεῖ τό αὐ­τε­ξού­σιο. Ἐ­μεῖς σκαν­δα­λι­ζό­μεθα γι­ατί δέν κα­τα­λα­βαί­νουμε ὅτι ἡ προ­φη­τεία τοῦ Θεοῦ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀπό τήν προ­δο­σία τοῦ Ἰ­ούδα κι ὄχι ἡ προ­δο­σία ἀπό τήν προ­φη­τεία, ὅ­πως λαν­θα­σμένα νο­μί­ζουμε.

 

Ἐ­ρώ­τηση δεύ­τερη. Γι­ατί ὁ Χρι­στός ἐ­κά­λεσε τόν Ἰ­ούδα νά γί­νει μα­θη­τής του ἀ­φοῦ ὡς Θεός προ­ε­γνώ­ριζε τήν πτώση του;

Ὁ Κύ­ριός μας ἀπό τόν εὑρύ κύ­κλο τῶν μα­θη­τῶν του ἐ­πέ­λεξε δώ­δεκα, τούς ὁ­ποί­ους ὀ­νό­μασε ἀ­πο­στό­λους του. Ὅ­ταν ὁ Ἰ­ού­δας συγ­κα­τα­λέ­χθηκε με­ταξύ τῶν δώ­δεκα ἦ­ταν ἄ­ξιος τῆς ἐ­κλο­γῆς. Ἀ­πό­δει­ξις τού­του εἶ­ναι ὅτι ὁ Κύ­ριος τόν ἀ­πέ­στειλε μαζί μέ τούς ἄλ­λους μα­θη­τές νά κη­ρύ­ξει καί τοῦ ἔ­δωκε τήν ἐ­ξου­σία νά ἐ­πι­τε­λεῖ θαύ­ματα καί νά ἐκ­βάλ­λει δαι­μό­νια. Ἐ­πί­σης τό γε­γο­νός ὅτι τόν ἔ­θεσε οἰ­κο­νόμο τῆς μι­κρῆς ὁ­μά­δος τους φα­νε­ρώ­νει ὅτι ἦ­ταν κα­λός κι εἶχε πολ­λές ἱ­κα­νό­τη­τες. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ὁ Ἰ­ού­δας δέν φά­νηκε ἄ­ξιος τῆς ἀ­γά­πης, τῆς τι­μῆς καί τῆς ἐμ­πι­στο­σύ­νης πού τοῦ ἔ­δειξε ὁ Κύ­ριος. Ἐ­ξέ­πεσε τῆς θέ­σεώς του ἀπό τήν στι­γμή πού θε­λη­μα­τικά πα­ρέ­δωσε τήν ψυχή του στά θα­να­τη­φόρα πάθη τῆς φι­λαρ­γυ­ρίας, τῆς ζη­λο­φθο­νίας καί τῆς ὑ­πο­κρι­σίας.

Ὁ Θεός σέ­βε­ται τήν ἐ­λευ­θε­ρία μας καί δέν δυ­σκο­λεύει κα­νέ­ναν καί σέ ὅ­λους δί­νει εὐ­και­ρίες γιά νά γί­νουν κα­λύ­τε­ροι καί νά φθά­σουν στήν ἁ­γι­ό­τητα. Καί στήν πε­ρί­πτωση τοῦ Ἰ­ούδα, ὁ Κύ­ριος ἐ­φρόν­τισε μέ πολ­λούς τρό­πους νά τόν βο­η­θή­σει ἀλλά δυ­στυ­χῶς ὁ Ἰ­ού­δας «οὐκ ἠ­βου­λήθη συ­νι­έ­ναι».

 

Ἐ­ρώ­τηση τρίτη. Τί ἔ­καμε ὁ Χριστός γιά νά προ­λά­βει τήν πτώση τοῦ Ἰ­ούδα;

Ὅ­πως προ­εί­παμε ὁ Κύ­ριος με­τῆλθε τά πάντα, γιά νά ἀ­πο­τρέ­ψει τόν Ἰ­ούδα ἀπό τήν πτώση καί νά τόν ἐμ­πο­δί­σει νά φθά­σει στό κα­τάν­τημα πού κα­τήν­τησε. Μαρ­τυ­ρίες περί τού­του μᾶς δι­α­σώ­ζουν οἱ εὐ­αγ­γε­λι­στές.

α. Δι­α­βά­ζουμε στόν Εὐαγγελιστή Ἰ­ω­άννη ὅτι μετά τήν ἀ­νά­πτυξη τοῦ με­γά­λου θέ­μα­τος τῆς θείας Κοι­νω­νίας κι ἀ­φοῦ πολ­λοί ἔ­φυ­γαν σκαν­δα­λι­σμέ­νοι μή μπο­ρών­τας νά δε­χθοῦν τόν λόγο, ὁ Κύ­ριος κλεί­νει τήν δι­δα­σκα­λία του ὡς ἑ­ξῆς: «Οὐκ ἐγώ ὑ­μᾶς τούς δώ­δεκα ἐ­ξε­λε­ξά­μην, καί ἐξ ὑ­μῶν εἷς Δι­ά­βο­λος ἐ­στιν;». Ὁ Ἰ­ού­δας ἦ­ταν πα­ρών καί ἀ­σφα­λῶς ἄ­κουσε τόν λό­γον αὐ­τόν τοῦ Κυ­ρίου. Δέν συγ­κλο­νί­στηκε ὅ­μως, οὔτε με­τα­με­λή­θηκε, οὔτε μετανόησε.

β. Πρό τοῦ Μυ­στι­κοῦ Δεί­πνου κατά τήν ὥρα τῆς νί­ψεως τῶν πο­δῶν τῶν μα­θη­τῶν, ὁ Κύ­ριος με­ταξύ τῶν ἄλ­λων εἶπε καί τά ἑ­ξῆς: «Καί ὑ­μεῖς κα­θα­ροί ἐ­στέ, ἀλλ’ οὐχί πάν­τες· ἤ­δει γάρ τόν πα­ρα­δι­δόντα αὐ­τόν· διά τοῦτο εἶ­πεν· οὐχί πάν­τες κα­θα­ροί ἐ­στέ». Ἀ­σφα­λῶς ὁ Ἰ­ού­δας ἄ­κουσε τόν λόγον αὐτόν ὅπως ἐπίσης δέ­χθηκε νά τοῦ νί­ψει ὁ Κύ­ριος τούς πό­δας κι ὅ­μως ἡ καρ­διά του δέν συγ­κι­νή­θηκε, οὔτε στά μά­τια του ἐμ­φα­νί­σθη­καν δά­κρυα με­τα­νοίας.

γ. Τήν ὥρα τοῦ Μυ­στι­κοῦ Δεί­πνου ἔ­λαβε χώρα καί ὁ ἑ­ξῆς δι­ά­λο­γος με­ταξύ τοῦ Κυ­ρίου καί τοῦ Ἰ­ούδα: «Ὁ­ψίας δέ γε­νο­μέ­νης ἀ­νέ­κειτο μετά τῶν δώ­δεκα, καί ἐ­σθι­όν­των αὐ­τῶν εἶ­πεν·...Ὁ μέν Υἱός τοῦ ἀν­θρώ­που ὑ­πά­γει κα­θώς γέ­γρα­πται περί αὐ­τοῦ· Οὐαί δέ τῶ ἀν­θρώπω ἐ­κείνω δι’ οὗ ὁ υἱός τοῦ ἀν­θρώ­που πα­ρα­δί­δε­ται· κα­λόν ἦν αὐτῶ εἰ οὐκ ἐ­γεν­νήθη ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ­νος. Ἀ­πο­κρι­θείς δέ Ἰ­ού­δας ὁ πα­ρα­δι­δούς αὐ­τόν εἶπε· μήτι ἐγώ εἰμί, ραββί; καί ὁ Κύ­ριος τόν ἀ­πο­κα­λύ­πτει λέ­γων· «Σύ εἶ­πας», δη­λαδή μά­λι­στα, ὅ­πως λέ­γεις, ἐσύ εἶ­σαι.

Ὅ­πως βλέ­πετε ἀ­δελ­φοί μου, ὁ Κύ­ριός μας, οὔτε γιά μιά στι­γμή δέν στα­μά­τησε νά νου­θε­τεῖ, νά ὑ­πεν­θυ­μί­ζει, νά ἀ­πει­λεῖ τόν Ἰ­ούδα. Λίγο ἦ­ταν αὐτό πού τοῦ εἶπε, τό «Κα­λύ­τερο θά ἦ­ταν νά μήν εἶχε γεν­νη­θεῖ»;

Ὁ Θε­ο­φύ­λα­κτος, ἑρ­μη­νεύ­ον­τας τά λό­για τοῦ Κυ­ρίου, λέ­γει ὅτι ἡ ἀ­νυ­παρ­ξία εἶ­ναι προ­τι­μό­τερη ἀπό τήν ἁ­μαρ­τία. Κι αὐτό γι­ατί ὁ ἄν­θρω­πος μέ τήν προ­αί­ρεσή του καί μέ τήν ρα­θυ­μία του ἔ­φερε τήν κα­κία στήν ὕ­παρξή του κι ἔτσι φά­νηκε ἀ­χά­ρι­στος ἀ­πέ­ναντι στίς με­γά­λες εὐ­ερ­γε­σίες πού ὁ Θεός τοῦ προ­σέ­φερε.  Ὁ Κύ­ριος λοι­πόν προ­σπα­θεῖ νά συ­νε­φέ­ρει τόν Ἰ­ούδα ἀπό τήν ἄ­βυσσο τῆς κα­κίας πού ἔ­χει βυ­θι­στεῖ ἀλλά αὐ­τός ὄχι μόνο δέν δι­ορ­θώ­νε­ται ἐ­λεγ­χό­με­νος ἀλλά ὅλο καί πε­ρισ­σό­τερο σκλη­ρύ­νει τήν καρ­διά του μέ τήν ὑ­πο­κρι­σία καί τήν δι­α­στροφή τῆς ἁ­μαρ­τίας.

Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος θαυ­μά­ζον­τας τήν μα­κρο­θυ­μία καί ἀ­νε­ξι­κα­κία τοῦ Κυ­ρίου μας καί τίς συ­νε­χεῖς προ­σπά­θειες πού ἔ­καμε γιά νά μα­λά­ξει τήν καρ­διά τοῦ Ἰ­ούδα ἀ­να­φω­νεῖ: «Βα­βαί τῆς ἀ­ναι­σχυν­τίας, Ἰ­ούδα! ἀ­κόμα καί θη­ρίο ἄν ἦ­ταν πα­ρόν, θά εἶχε γί­νει πρα­ό­τερο».

Τό ἀ­πο­κο­ρύ­φωμα ὅ­μως τῆς μα­κρο­θυ­μίας τοῦ Κυ­ρίου καί τῆς ἀ­ναι­σχυν­τίας τοῦ Ἰ­ούδα τό πα­ρα­κο­λου­θοῦμε στήν συγ­κλο­νι­στική σκηνή τῆς Γε­σθη­μανῆ, ὅ­που ὁ Ἰ­ού­δας πλη­σί­ασε τόν Κύ­ριο καί εἶπε: «Χαῖρε ραββί, καί κα­τε­φί­λη­σεν αὐ­τόν»! Μέ ἕνα δι­α­βο­λικό φί­λημα πα­ρέ­δωσε τόν δι­δά­σκα­λόν του! Ἡ γε­μάτη πα­ρά­πονο φωνή τοῦ Κυ­ρίου, «Ἑ­ταῖρε ἐφ’ ὧ πά­ρει;», δέν ρά­γισε τήν πα­γω­μένη καρ­διά τοῦ προ­δότη μα­θητή; Γι­ατί ἦρ­θες ἐδῶ Ἰ­ούδα; Ἀ­γα­πᾶς τόν δι­δά­σκα­λόν σου καί τόν κα­τα­φι­λεῖς; Τότε πρός τί οἱ στρα­τι­ῶ­τες μετά μα­χαι­ρῶν καί ξύ­λων; Ἦλ­θες γιά νά πα­ρα­δώ­σεις τόν δι­δά­σκαλο; Τότε πρός τί τό φιλί; Γι­ατί τόση ὑ­πο­κρι­σία καί ἀ­ναλ­γη­σία καί ἀ­ναι­σχυν­τία;

Ποιός λοι­πόν πού ἔ­χει σῶας τάς φρέ­νας μπο­ρεῖ νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὅτι εὐ­θύ­νε­ται ὁ Θεός γιά τήν ἐ­παί­σχυν­τον πρᾶ­ξιν τοῦ Ἰ­ούδα; Ὁ Κύ­ριος τά πάντα ἔ­καμε γιά νά σώ­σει τόν Ἰ­ούδα, αὐ­τός ὅ­μως τυ­φλω­μέ­νος καί κυ­ρι­ευ­μέ­νος ἀπό τά πάθη του κα­τα­στρά­φηκε. «Ὁ δέ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠ­βου­λήθη συ­νι­έ­ναι»!

 

Ἐ­ρώ­τηση τέ­ταρτη. Ὁ Ἰ­ού­δας ἔ­βλαψε μέ τήν προ­δο­σία ἤ ὠ­φέ­λησε, καί ἐάν ὠ­φέ­λησε γι­ατί κα­τη­γο­ρεῖ­ται;

Ἀ­παντᾶ ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος: «Ἄς προ­σέ­ξουμε, δι­ότι δέν εἶ­ναι ἀ­θῶος ὁ Ἰ­ού­δας ἐ­πειδή ἔ­γινε αἰ­τία τοῦ θα­νά­του τοῦ Κυ­ρίου μέ τόν ὁ­ποῖο σώ­θηκε ἡ οἰ­κου­μένη, ἀλλά μυ­ρίων κο­λά­σεων ἄ­ξιος. Τήν σω­τη­ρία μας δέν τήν ἐρ­γά­σθηκε ὁ Ἰ­ού­δας μέ τήν προ­δο­σία του ἀλλά ὁ Χρι­στός μέ τήν σο­φία του, πού δύ­να­ται νά με­τα­τρέ­πει τίς πο­νη­ρίες μας σέ ἀ­γαθό.

Ἀλλά λέ­γουν· καί ἐάν ὁ Ἰ­ού­δας δέν τόν ἐ­πρό­διδε κά­ποιος ἄλ­λος θά τόν ἐ­πρό­διδε. Δι­ότι, ἐάν ἔ­πρεπε νά σταυ­ρω­θεῖ ὁ Χρι­στός, κά­ποιος ἔ­πρεπε νά τόν προ­δώ­σει, αὐ­τός δέ ὁ κά­ποιος θά ἦ­ταν ἕ­νας ἄν­θρω­πος, καί ἄν πάν­τες ἦ­σαν ἀ­γα­θοί, δέν θά ἐ­γέ­νετο ἡ σω­τη­ρία. Μή γέ­νοιτο. Δι­ότι ὁ πάν­σο­φος Θεός ἐ­γνώ­ριζε πῶς νά τα­κτο­ποι­ή­σει τήν σω­τη­ρία, ἕ­στω καί ἄν ἦ­σαν ὅ­λοι ἀ­γα­θοί. Δι­ότι εἶ­ναι πλού­σιος σέ Σο­φία καί ἀ­κα­τά­λη­πτος. Καί τά λέ­γο­μεν αὐτά, διά νά μή νο­μί­σει κα­νείς ὅτι ὁ Ἰ­ού­δας προ­σέ­φερε κάτι καλό στήν σω­τη­ρία μας ἤ ὅτι δῆ­θεν οἰ­κο­νο­μίας ὑ­πη­ρέ­της ἐ­γέ­νετο».

 

Ἐ­ρώ­τηση πέμ­πτη. Ἀ­φοῦ ὁ Ἰ­ού­δας με­τε­με­λήθη καί ἐ­πέ­στρεψε τά τρι­ά­κοντα ἀρ­γύ­ρια γι­ατί τόν κα­τη­γο­ροῦμε;

Σκαν­δα­λί­ζον­ται με­ρι­κοί γι­ατί θε­ω­ροῦμε ἔ­νοχο τόν Ἰ­ούδα ἄν καί αὐ­τός ἐ­πέ­στρεψε τά ἀρ­γύ­ρια καί ὁ­μο­λό­γησε «Ἥ­μαρ­τον πα­ρα­δούς αἷμα ἀ­θῶον». Ἡ ἀ­πάν­τη­σις εἶ­ναι ἁ­πλῆ. Ὁ Ἰ­ού­δας με­τε­με­λήθη, ἀλλά ἐ­νώ­πιον τῶν Ἰ­ου­δαίων. Ὁ Ἰ­ού­δας εἶχε ἁ­μαρ­τή­σει σέ αὐ­τόν τόν ἴ­διο τόν Κύ­ριο. Δέν ζή­τησε λοι­πόν συγ­γνώμη ἀπό τόν Κύ­ριο, ἀπό τόν μόνο ἐ­ξάλ­λου πού ἔ­χει τήν δύ­ναμη νά συγ­χω­ρεῖ ἁ­μαρ­τίες. Καί σάν νά μήν ἔ­φτανε αὐτό, ἡ δαι­μο­νική ἀ­πελ­πι­σία κα­τέ­λαβε τήν καρ­διά τοῦ Ἰ­ούδα καί τόν ὁ­δή­γησε στήν αὐ­το­κτο­νία. Ὁ Ἅ­γιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης λέ­γει ὅτι ἄν ὁ Ἰ­ού­δας δέν ἔ­σπευδε νά γί­νει δή­μιος τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, τότε δέν θά εἶχε κά­μει τήν ἁ­μαρ­τία του ἀ­σύ­γγνω­στον. Κι ἄν εἶχε προ­σπέ­σει καί εἶχε ζη­τή­σει τό ἔ­λεος τοῦ Κυ­ρίου τότε θά εἶχε συγ­χω­ρη­θεῖ.

 Καί ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος λαμ­βά­νει ἀ­φορμή ἀπό τό τρα­γικό τέ­λος τοῦ Ἰ­ούδα καί μᾶς δι­δά­σκει νά μήν ἀ­πελ­πι­ζό­μα­στε: «Μη­δείς τοί­νυν, ἀ­γα­πη­τοί, ἀ­πο­γι­νω­σκέτω τῆς ἑ­αυ­τοῦ σω­τη­ρίας· οὐκ ἔ­στι φύ­σεως τά τῆς πο­νη­ρίας· προ­αι­ρέ­σει τε­τι­μή­μεθα καί ἐ­λευ­θε­ρία. Τε­λώ­νης εἶ; δύ­να­σαι γε­νέ­σθαι Εὐ­αγ­γε­λι­στής. Βλά­σφη­μος εἶ; δύ­να­σαι γε­νέ­σθαι Ἀ­πό­στο­λος. Λη­στής εἶ; δύ­να­σαι πα­ρά­δει­σον συ­λῆ­σαι. Μά­γος εἶ; δύ­να­σαι προ­σκυ­νῆ­σαι τόν Δε­σπό­την. Οὐκ ἔ­στιν οὐ­δε­μία κα­κία με­τα­νοία μή λυ­ο­μένη».

Ἄν λοι­πόν ὁ Ἰ­ού­δας ζη­τοῦσε τήν συγ­χώ­ρηση ἀπό τόν Κύ­ριο τότε, ὅ­πως καί ὁ Πέ­τρος, θά ἀ­πο­κα­θί­στατο κι αὐ­τός στό ἀ­πο­στο­λικό του ἀ­ξί­ωμα καί θά ἀ­πο­τε­λοῦσε γιά ὅ­λους ἐ­μᾶς ἀ­πα­ρά­μιλλο πρό­τυπο με­τα­νοίας. Ἡ με­τα­μέ­λεια τοῦ Ἰ­ούδα δέν εἶχε σχέση μέ τήν με­τά­νοια, γι­ατί τό κί­νη­τρό της ἦ­ταν ὁ πλη­γω­μέ­νος ἐ­γω­ι­σμός κι ὄχι ἡ συν­τριβή, ὡς ἔκ­φραση τα­πει­νώ­σεως. Ἡ με­τα­μέ­λεια δέν σώ­ζει. Ὁ Χρι­στός σώ­ζει. Καί ὁ δρό­μος πού ὁ­δη­γεῖ κοντά στόν Χρι­στό εἶ­ναι αὐ­τός τῆς με­τα­νοίας καί τα­πει­νώ­σεως, πού ἀ­πόψε μέ τό ἴ­διο τό πα­ρά­δει­γμά του μᾶς δί­δαξε ὁ Κύ­ριος μας μέ τήν νίψη τῶν πο­δῶν τῶν μα­θη­τῶν του. Ἄν εἴ­μα­στε γνή­σιοι μα­θη­τές τοῦ τα­πει­νοῦ Ἰ­η­σοῦ, τότε γι­ατί ἀ­κόμα δου­λεύ­ουμε στά ἐ­γω­ι­στικά θε­λή­ματά μας καί σκλη­ρύ­νουμε τήν καρ­διά μέ τήν ὑ­πο­κρι­σία καί τήν ἀ­δι­α­φο­ρία μας;

Ἀ­δελ­φοί μου,

Ἡ τρα­γική κα­τά­ληξη τοῦ Ἰ­ούδα καί ἡ φο­βερή πτώση του πρέ­πει νά συγ­κλο­νί­σει τίς καρ­διές μας. Μήν μέ­νουμε μα­κριά ἀπό τόν Κύ­ριό μας. Ὅσο κι ἄν ἔ­χουμε ἁ­μαρ­τή­σει μήν ἀ­δι­α­φο­ρή­σουμε ἀλλά ἄς πλη­σι­ά­σουμε μέ δά­κρυα τα­πει­νώ­σεως καί με­τα­νοίας τόν Κύ­ριό μας κι ἄς ζη­τή­σουμε ἀπό αὐ­τόν νά ἀ­να­και­νί­σει τήν ὕ­παρξή μας μέ τό ἄ­χραντο αἷμα του, πα­ρέ­χον­τάς μας τήν συγ­χώ­ρηση καί τήν δύ­ναμη νά ἀ­γω­νι­σθοῦμε νά μεί­νουμε μα­κριά ἀπό τά ἁ­μαρ­τωλά φρο­νή­ματα τῆς σαρ­κός.

Μήν δι­και­ο­λο­γού­μεθα. Μήν λέμε ὅτι ἔ­χουμε χρόνο. Τώρα εἶ­ναι ὁ και­ρός τῆς σω­τη­ρίας. Μήν λέμε ὅτι ἐγώ δέν ἔχω ἁμαρτίες. Κανείς δέν εἶναι ἀναμάρτητος. Μήν λέμε ὅτι ἐγώ τά λέγω ἀπ’ εὐθείας στόν Χριστό καί δέν πηγαίνω νά ἐξομολογηθῶ. Ὁ Κύριος στούς Ἀποστόλους του ἔδωσε τήν ἐξουσία νά συγχωροῦν τίς ἁμαρτίες κι αὐτή τήν χαρισματική ἐξουσία οἱ Ἀπόστολοι τήν ἔδωσαν στούς διαδόχους τους, τούς Ἐπισκόπους. Ὁ Ἐπίσκοπός σας καί οἱ Ἱερεῖς σας, φορῶντας τό λέντιον τῆς Ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, περιμένουν κάθε πεφορτισμένο καί κοπιῶντα αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ κόσμου γιά νά θεραπεύσουν τήν τραυματισμένη ψυχή του μέ τήν σωστική χάρη τοῦ Θεανθρώπου Λυτρωτοῦ μας.

Αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος ἄς στρέψουμε τά βλέμματά μας στόν Χριστό. Αὐτός εἶναι ἡ σωτηρία μας. Ἄς προ­ε­τοι­μά­σουμε τήν καρ­διά μας μέ τήν ἐ­ξο­μο­λό­γηση, τήν με­τά­νοια, καί τά ἔργα ἀ­γά­πης, καί τότε θά ἀπολαύσουμε κι ἐμεῖς τήν ἀ­γάπη τοῦ Κυ­ρίου, πού θά μᾶς προ­σφέ­ρει μέ τήν σταυ­ρική του θυ­σία καί τήν Ἀ­νά­στασή του.

Ὁ ἱ­ε­ρός ὑ­μνο­γρά­φος θά μᾶς προ­τρέ­ψει ἀ­πόψε: «Κα­νέ­νας ἀπό τούς πι­στούς νά μή μεί­νει ἀ­μέ­το­χος ἀπό τό Δε­σπο­τικό δεῖ­πνο. Κα­νέ­νας ἀ­πο­λύ­τως νά μήν προ­σέλ­θει στήν ἁ­γία τρά­πεζα μέ τόν ὑ­πο­κρι­τικό δόλο τοῦ Ἰ­ούδα. Γι­ατί ἐ­κεῖ­νος, ἄν καί δέ­χθηκε τό τμῆμα τοῦ ψω­μιοῦ, ὅ­μως προ­χώ­ρησε ἐ­ναν­τίον τοῦ Ἄρ­του τῆς ζωῆς. Καί ἐ­πι­φα­νει­ακά μέν φαι­νό­ταν ὡς μα­θη­τής, ἐνῶ πρα­γμα­τικά ἦ­ταν ὁ φο­νιάς. Μέ τούς Ἰ­ου­δαί­ους μαζί χαι­ρό­ταν ὑ­περ­βο­λικά, ἀλλά καί μέ τούς Ἀ­πο­στό­λους συν­δε­ό­ταν καί συγ­κα­τοι­κοῦσε. Ἐνῶ μι­σοῦσε τόν Κύ­ριο, ὅ­μως τοῦ ἔ­δινε φί­λημα ἀ­γά­πης καί μ’ αὐτό τό ση­μάδι που­λοῦσε Ἐ­κεῖ­νον, πού μᾶς ἐ­ξα­γό­ρασε ἀπό τήν κα­τάρα, δη­λαδή τόν Θεό καί Σω­τήρα τῶν ψυ­χῶν μας».