Συμπορευθώμεν, Συσταυρωθώμεν, Συναναστώμεν

Απόψεις - Άρθρα - Σχόλια | Δημοσίευση: 05/04/2012

Του Μητροπολίτη Σύρου Δωροθέου Β΄

 

Μια από τις μοναδικότητες του Χριστιανισμού είναι ότι δεν αποτελεί εθνική θρησκεία, δεν οριοθετείται από γεωγραφικούς περιορισμούς και δεν περιορίζεται από εθνικές ή και γλωσσικές ιδιαιτερότητες, όπως ο Εβραϊσμός, ο Μωαμεθανισμός ή τα θρησκεύματα της Άπω Ανατολής…

   Η Εκκλησία του Χριστού είναι Καθολική, το προσκλητήριό Της παγκόσμιο και η γλώσσα Της διεθνής, γιατί είναι η γλώσσα της ψυχής.

   Κάθε εθνική ομάδα και κάθε λαός βλέπει στο πρόσωπο του Χριστού τον προσωπικό και συλλογικό του σωτήρα και οδηγό, μεταφράζει το μήνυμά του στις δικές του ανάγκες και τη δική του ιδιομορφία και ψυχοσύνθεση, ώστε ο καθένας να βλέπει στον άσημο μαραγκό της Ναζαρέτ τον εκφραστή των εθνικών του πόθων και οραματισμών.

   Το αυτό συνέβη και με τον Ελληνισμό, η ιστορική πορεία του οποίου έχει ταυτισθεί πλέον με τον Χριστιανισμό, και μάλιστα στην ορθόδοξη έκφρασή του, με αποτέλεσμα, στο διάβα του χρόνου αυτή η διαπίστωση να αποτυπωθεί και στη διαφοροποίηση του όρου «Έλληνας».

   Στα πρωτοχριστιανικά χρόνια, η λέξη Έλληνας, απογυμνωμένη από κάθε εθνικό περιεχόμενο, σηματοδοτούσε τον ειδωλολάτρη, εξ ου και οι τόσο παρεξηγημένοι αλλά και σκόπιμα διαστρεβλωμένοι από στρατευμένους «μελετητές» λόγοι «κατά των Ελλήνων» των Πατέρων της Εκκλησίας μας.

   Στα νεώτερα χρόνια, όμως, η λέξη Έλληνας νοηματοδοτήθηκε όχι μόνο εθνικά, αλλά και θρησκευτικά, ταυτίστηκε με τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό, σε τόσο και τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμα και Εκκλησίες με μη ελληνικό πλήρωμα να χαρακτηρίζονται ως «Ελληνορθόδοξες».

   Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, γιατί, αν δεχθούμε ότι οι απαρχές της Ελληνικής ιστορίας ανάγονται στο 1600 π.Χ., με την εμφάνιση και ανάπτυξη του πρώτου λαμπρού ελληνικού πολιτισμού, του μυκηναϊκού, η μισή και πλέον ιστορία του Ελληνισμού ταυτίζεται με το Χριστιανισμό, η ιστορική παρουσία του ταυτίζεται και εκφράζεται με τον πόνο των Παθών και την βίωση της Ανάστασης του Χριστού.

   Η Μεγάλη Εβδομάδα βρίσκει και πάλι το Λαό μας να ανεβαίνει το δικό του Γολγοθά, να αίρει το δικό του Σταυρό, όχι το σταυρό του ληστή, μα το Σταυρό του Λυτρωτή.

   Τα παγκόσμια «ωσαννά» των Ολυμπιακών Αγώνων, πριν από 8 χρόνια, τα διαδέχθηκε, έξι χρόνια μετά, το «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν».

   Και ο λαός μας δύο χρόνια τώρα πορεύεται, μαστιγούμενος, λοιδωρούμενος, υβριζόμενος, προπηλακιζόμενος, εμπτυόμενος και βλασφημούμενος, μόνος, κατάμονος, εγκαταλειμμένος από όλους και προδομένος από κείνους, που αντί του μάννα της εξουσίας που τους πρόσφερε, του έδωσαν χολή, και στη δίψα του τον ποτίζουν με όξος…

   Πνίγεται και αγωνιά στης Γεθσημανής του τη μοναξιά. Ματωμένος ιδρώτας άγχους και ανασφάλειας τον πλημμυρίζει και το «παρελθέτω απ’ εμού» αδύναμος ψελλίζει.

   Με πρόσωπο ματωμένο από το ακάνθινο στεφάνι των στερήσεων, της φτώχειας, της ανεργίας και της απελπισίας, που «Ρωμαίοι» και συμπατριώτες του «Ιουδαίοι» του φόρεσαν, «ως πρόβατον επί σφαγήν» οδηγείται και «ως αμνός άκακος» υφίσταται με εκκωφαντική σιωπή και υπεράνθρωπη υπομονή το «κούρεμα» των ελπίδων του, των ονείρων του, της ίδιας του της ζωής!

   Και Κυρηναίος ουδείς!

Αλλά οι Πόντιοι Πιλάτοι πολλοί…

Και οι σταυρωτές του πρόθυμοι, αδίστακτοι, στυγνοί. Κάθε μέρα και ένα καρφί….

Κοντά τους και οι «τζογαδόροι» στρατιώτες, που παίζουν στα ζάρια την ενότητά του και το μέλλον του!

Η ζωή εν τάφω….

Αλλά, ο τάφος δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα τη ζωή.

Έτσι γινόταν πάντα, έτσι και τώρα θα συμβεί!

Μπορεί ο λαός μας σήμερα να «δέρνεται ξερριζωμένος και να σκορπίζει το τραγούδι του επί των ποταμών της Βαβυλώνος», μπορεί ζει τη δική του Μεγάλη Παρασκευή, όμως το Μεγάλο Σάββατο δεν αργεί, γλυκοχαράζει της Ανάστασης η Κυριακή.

Μάταια «βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία»..

«Του τάφου του το άσειστο λιθάρι, θα το κυλήσει σύντομα ενός χιονάτου αγγέλου η χάρη».

Και «κείνους που πράξαν το κακό μαύρο σύννεφο μακριά του θα τους πάρει».

Γιατί, «ζωή δεν έχουν πίσω τους μ’ έλατα, και με κρύα νερά. Μ’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο. Παππού δεν έχουν από δρυ κι απ’ οργισμένον άνεμο. Στο καραούλι δεκαοκτώ μερόνυχτα με πικραμένα μάτια….Δεν έχουν πίσω τους αυτοί θείο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή, Μάνα που νάχει σφάξει με τα χέρια της, ή μάνα μάνας που …. Χορεύοντας νάχει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!» (Ελύτης)

Ένα είναι βέβαιο:

«Στο μαύρο πάνω Γολγοθά των εθνικών καημών, θ’ ανθίσει ο κρίνος των ευαγγελισμών»!

Γιατί,

"Κι αν πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο
και σε γκρεμό κατρακυλήσαμε, 
που πειό βαθύ καμιά φυλή δεν είδε ως τώρα, 
είναι γιατί με των καιρών το πλήρωμα, 
όμοια βαθύ έν` ανέβασμα να μέλλεται 
προς τα ύψη ουρανοφόρα".(Παλαμάς)

 

 

† Ο ΣΥΡΟΥ ΔΩΡΟΘΕΟΣ Β΄