«Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ Ο ΘΕΣΒΙΤΗΣ» Του Αρχιμ. Δημητρίου Τζιαφά

Απόψεις - Άρθρα - Σχόλια | Δημοσίευση: 17/07/2015

«Προφήτα, κήρυξ Χριστού, του θρόνου της μεγαλωσύνης ουδέποτε χωρίζη, και εκάστω ασθενούντι αεί παρίσταται. εν τοις υψίστοις λειτουργών, την οικουμένην ευλογείς πανταχού δοξαζόμενος. Αίτησαι ιλασμόν ταις ψυχαίς ημών»1


 

Η εκούσια παρακοή και η εκ του παραδείσου έξοδος των πρωτοπλάστων κατέστησε δυσχερή την μέχρι τότε άμεσον κοινωνίαν Δημιουργού και πλάσματος λόγω της αμαυρώσεως του «κατ’ εικόνα». Μακρυνθείς ο πεπτωκός άνθρωπος του θείου θελήματος εστερήθει των δωρεών της αρχεγόνου δικαιοσύνης, απώλεσε τα θεία χαρίσματα, υπετάγει εις την αμαρτίαν και έκτοτε υπόκειται εις την φθοράν και τον θάνατον.

Δια της φράσεως εκ του βιβλίου της Γεννέσεως, την λεγομένην και πρωτευαγγέλιον «...έχθραν θήσω αναμέσον σού και αναμέσον του σπέρματος σου και αναμέσον του σπέρματος αυτής. Αυτός σου τηρήσει καφαλήν και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν»2 διαφαίνεται η άρρητος αγάπη του παναγάθου και πανοικτίρμονος Θεού προς το πλάσμα του και βεβαιώνει την τελικήν σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους δια της ελεύσεως του Θεανθρώπου.

Κατά την Παλαιάν Διαθήκην η άκρατος αυτή φιλανθρωπία υπαγορεύθει δια της αναδείξεως των εκλεκτών σκευών ανάμεσα εις τους ανθρώπους, οι οποίοι εχρημάτισαν δοχεία της χάριτος, όργανα εις τας χείρας του Παντοδυνάμου Θεού, προάγγελοι της νέας, της καινής διαθήκης, προπομποί των υπό του Θεού μελλοντικών σημάτων. Ούτοι ήσαν οι προφήτες, τα «στόματα του Θεού», τα «φυσικά όργανα του Αγίου Πνεύματος», τα «καθαρά κάτοπτρα, τα αντικατοπτρίζοντα τας θείας αλήθειας»3, οι διαδραματίσαντες πρωταγωνιστικόν ρόλον εις την θεοκρατικήν ισραηλιτικήν κοινωνίαν, εις τον μακρύν κατάλογον των οποίων ανήκει και ο θεόπνευστος Άγιος Προφήτης Ηλίας ο Θεσβίτης, ο αποκαλούμενος «άνθρωπος του Θεού», χαρακτηρισμός ο οποίος ισχύει και δια τον μαθητήν και διάδοχον Του Προφήτην Ελισσαίον. Η ενάρετος ζωή, ο ακέραιος χαρακτήρας, η βαθεία συναίσθησις της αποστολής, η ακατάβλητος παρρησία εις το κήρυγμα της αληθείας και η αψήφησις των κινδύνων, η ακαταμάχητος αγωνιστικότης, η περιφρούρησις των ιερών παραδόσεων, η προάσπισις των πτωχών και των αδυνάτων, ο έλεγχος των κατεχόντων συμφεροντολογικώς και καταπιεστικώς την εξουσίαν, αποτελούν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ουρανομήκους Προφήτου Ηλιού, του μεγάλου, γενναίου και υψηλού, του επιγείου αγγέλου και επουρανίου ανθρώπου, «του χαμαί βαδίζοντος και τα ουράνια ηνιοχούντος», όπως εγκωμιαστικώς αποκαλεί αυτόν ο χρυσούς την γλώσσαν ιερός Χρυσόστομος.

Εις το τριακοστόν βιβλίον της Παλαιάς Διαθήκης ο Σοφός Σειράχ, αναφερόμενος εις την όλην βιοτήν του προφήτου, λέγει χαρακτηριστικώς: « Και ανέστη Ηλίας προφήτης ως πύρ και ο λόγος αυτού ως λαμπάς εκαίετο. Ος επήγαγεν επ’ αυτούς λιμόν και τω ζήλω αυτού ωλιγοποίησεν αυτούς. Εν λόγω Κυρίου ανέσχεν ουρανόν, κατήγαγεν ούτως τρις πύρ. Ως εδοξάσθης Ηλία εν τοις θαμαυσίοις σου. Και τις όμοιος σοι καυχάσθαι? Ο εγείρας νεκρόν εκ θανάτου και εξ Άδου εν λόγω Υψίστου. Ο καταγαγών βασιλείς εις απώλειαν και δεδοξασμένους από κλίνης αυτών. Ο ακούων εν Σινά ελεγμόν και εν Χωρήβ κρίματα εκδικήσεως. Ο χρίων βασιλείς εις ανταπόδομα και προφήτας διαδόχους μετ’ αυτόν. Ο αναληφθείς εν λαίλαπι πυρός εν άρματι ίππων πυρίνων. Ο καταγραφείς εν ελεγμοίς εις καιρούς κοπάσαι οργήν προ θυμού, επιστρέψαι καρδίαν πατρός προς υιόν και καταστήσαι φυλάς Ιακώβ. Μακάριοι οι ιδόντες σε και οι εν αγαπήσει κεκοσμημένοι, και γαρ ημείς ζωή ζησόμεθα»4.

Αλλά και ο καινοδιαθηκικός χώρος τελεί υπό την επίδρασιν της δυναμικής και φλογερής προσωπικότητος του Προφήτου Ηλιού με την παράθεσιν εκ των τριών συνοπτικών ευαγγελιστών τόσο της παρουσίας Του εις το θαύμα της Θαβωρείου θείας Μεταμορφώσεως ως και της συγχύσεως του προσώπου Του προς τον Χριστόν, την εκλογή Του εκ μέρους του αποστόλου Ιακώβου εις την Καθολικήν αυτού επιστολήν ως πρότυπον πίστεως και πεπαρρησιασμένης προσευχής, την αυτούσια παράθεσιν των λόγων του Θεσβίτου από τον ουρανοβάμονα Παύλον εις την προς Ρωμαϊους επιστολήν δια την υπεράσπισιν της προνοίας του Θεού δια τον εκλεκτόν λαόν έναντι των Ρωμαίων και αλλαχού.

Εντυπωσιακά όμως τυγχάνουν και τα όσα καταγράφονται εις τα ACTA SANCTORUM αναφορικώς με το πρόσωπον του Θεσβίτου: « Όσο εκπληκτικά υπήρξαν τα έργα του μεγάλου προφήτου Ηλιού επί της γής, όσο θαυμαστή εις πάντας τους επομένους αιώνας η αρπαγή του εις τον ουρανόν και ο επί τοσαύτας χιλιάδας ετών παρατεινόμενος βίος, τόσον ασύνηθες οφείλει να θεωρηθή το γεγονός ότι άνθρωπος μέχρι του νυν επιζών κατεγράφει εις τα αγιολόγια της Εκκλησίας παρά την απαγόρευσιν του ECCLESIASTICUS να υμνήται τις προ του θανάτου αυτού και αντιθέτως προς την λαϊκήν παροιμίαν, την λέγουσα ότι ουδείς δύναται να ονομασθεί ευτυχής πρό του θανάτου»5.

Τί έτερος λόγος δύναται να εγκωμιάσει τον μέγα προφήτην? τι λόγος δύναται να αποδώσει το μεγαλείον της ουρανομήκους ψυχής του κατ’ εξοχήν διαχρονικού προσώπου εις την ιστορία της Θείας Οικονομίας, το οποίο ίσταται ζών και δρών εις το παρελθόν, εις το παρόν και μέλλει να πρωτοστατήσει και εις το μέλλον?

Όντως παράδοξον και ακατανόητον το φαινόμενον ανθρώπου «σάρκα φορούντος» να ζει επί τρεις χιλιάδες συναπτά έτη, να βρίσκεται εις το κατ’ εικόνα και να βιώνει το καθ’ ομοίωσιν, να απολαμβάνει της τιμής και της δόξης των κεκοιμημένων αγίων καθώς την αγιοποίησιν Του επέβαλε δια μοναδικού τρόπου η χάρις του Θεού «δια υπερβάσεως των νομιμοτάτων αποφάσεων της Εκκλησίας»6 αναθέτων εις αυτόν, ως τον πλέον έμπιστον, και τον ρόλον του προδρόμου της Δευτέρας και φοβεράς Αυτού παρουσίας7. «Και ιδού εγώ αποστελώ υμίν Ηλίαν τον Θεσβίτην, πριν ή ελθείν την ημέραν Κυρίου τήν μεγάλην και επιφανή, ος αποκαταστήσει καρδίαν πατρός πρός υιόν καί καρδίαν αννθρώπου πρός τόν πλησίον αυτού μή ελθών πατάξω τήν γήν άρδην»8.

Δια τους λόγους τούτους τυγχάνει εις εκ των δημοφιλεστέρων αγίων, η λατρευτική δε παράδοσις αυτού υφίσταται από αρχαιοτάτων χρόνων. Άπασα η κατά Ανατολάς Ορθόδοξος Εκκλησία τιμά την πυρφόρον εις ουρανούς ανάβασιν του κατά την 20ην Ιουλίου και Του αφιερώνει ναούς, μοναστήρια και παρεκκλήσια επί κορυφών.


 

Παραπομπές:


 

  1. Δοξαστικόν Εσπερινού.

  2. Γέν. Γ’ 15.

  3. Ι. Κολιτσάρα, Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, τ. Δ’ Αθήναι, σελ. 381.

  4. Σοφ. Σειράχ μη’ 1-11.

  5. ACTA SANCTORUM, JULII, τ. 5ος, ANTWERPEN 1727, σελ. 4.

  6. Παναγιώτου Μπούμη, Κανονικόν Δίκαιον Α’, Αθήναι 1989, κεφ. 9ον, σελ. 296-301.

  7. Ο Προφήτης Ηλίας – Αγιοπατερική προσέγγισις, έκδοσις Ι.Μ. Προφήτου Ηλιού Αγ. Πνεύματος Σερρών.

  8. Μαλ. δ’ 4-5.